ἀκρογωνιαῖος — at the extreme angle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρογωνιαίος — α, ο (Α ἀκρογωνιαῑος, α, ον, Μ και ἀκρόγωνος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στη γωνία, στο σημείο όπου συναντώνται δύο πλευρές 2. φρ. «ακρογωνιαίος λίθος» α) (για οικοδομήματα) ο βασικός, ο θεμέλιος λίθος εξωτερικής γωνίας κτηρίου β) στήριγμα, βάση … Dictionary of Greek
ἀκρογωνιαῖον — ἀκρογωνιαῖος at the extreme angle masc acc sg ἀκρογωνιαῖος at the extreme angle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
краеугольный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. ἀκρογωνιαῖος) находящийся на краю угла или… … Словарь церковнославянского языка
αγκωνίτης — ο [αγκώνας] 1. ο αγκώνας τού χεριού 2. ο ακρογωνιαίος λίθος ενός οικοδομήματος … Dictionary of Greek
ακρόγωνος — ἀκρόγωνος, ον (AM) ο ακρογωνιαίος … Dictionary of Greek
ακρόλιθος — ο (Α ἀκρόλιθος, ον) (κυρίως για αγάλματα) αυτός που τα άκρα του είναι κατασκευασμένα από πέτρα νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ακρόλιθος ο ακρογωνιαίος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + λίθος] … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
κεφαλάρι — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 624 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στην πεδιάδα, στις πηγές του ποταμού Ερασινού, 19 χλμ. Δ της πόλης του Ναυπλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Άργους … Dictionary of Greek